- επικορρίζω
- ἐπικορρίζω (Α)χτυπώ κάποιον στο κεφάλι («τῶν περδίκων οἱ τιθασοὶ τοὺς ἀγρίους... ἐπικορρίζουσι», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κορρίζω (< κόρρη «κρόταφος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικορρίζουσι — ἐπικορρίζω strike pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικορρίζω strike pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικορριστός — ἐπικορριστός, ή, όν (Α) [επικορρίζω] αυτός που χτυπήθηκε στο κεφάλι … Dictionary of Greek